σκασιάρχης

σκασιάρχης
ο, Ν
αυτός που κάνει σκασιαρχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάω / σκάζω + -άρχης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… …   Dictionary of Greek

  • σκασιαρχείο — το, Ν [σκασιάρχης] 1. εκούσια απουσία από μάθημα, εργασία ή άλλη ενασχόληση χωρίς λόγο, κοπάνα 2. φρ. «κάνω σκασιαρχείο» φεύγω από κάπου όπου έπρεπε να παρευρίσκομαι, απουσιάζω χωρίς λόγο, κάνω κοπάνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”